Θρόνιο – Μία πολιτεία χαμένη στους αιώνες

thronio-logo

ΘΡΟΝΙΟ

Μια πολιτεία χαμένη στους αιώνες
Χαράλαμπου Κατσαρά
Δασκάλου

ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ  ΙΟΥΝΙΟΣ 2001
«Πάνω στο χώμα το δικό σου
λέμε τ’ όνομα μας
πάνω στο χώμα το δικό σου
σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας
πάνω στο χώμα το δικό σου είμαστε
κι έχουμε πατρίδα».
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Πάντα ήθελα να γράψω για τον τόπο μου. Από μικρός άκουγα γι’ αυτόν ιστορίες που με συ­γκινούσαν και με γοήτευαν. Αλλά κι όταν μεγάλωσα και περνώντας μέσα από τα περιβόλια του, έφτανα μέχρι τη θάλασσα του, εκεί που σύμφωνα με τους θρύλους τα κύματα σκεπάζουν τα συντρίμμια της Αγια-Σοφιάς, μ’ έπιαναν ρίγη και κάτι μέσα μου έτρεμε. Τέλος του 2000 είχα πάρει την απόφαση μου. Θα διάβαζα, θα ρώταγα, θα μάθαινα περισ­σότερα για το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Θα γύριζα για λίγο στις” ρίζες μου, στις ρίζες όλων εκείνων που η μοίρα τους δένει να’ χουν τον ίδιο τόπο, την ίδια ιδιαίτερη πατρίδα. Πολλές φορές, οι ανάγκες της ανθρώπινης φύσης, μας οδηγούν προς τα πίσω, οι εσωτερικές επιταγές της, μας προτρέπουν να συνδεθούμε με τον ομφάλιο λώρο των γενεών που πέρασαν πριν από εμάς. Στο νου μας έρχονται κάποιες φορές ανεξήγητα, πρόσωπα που αποκοιμήθηκαν, πολιτείες που χάθηκαν, κόσμοι που σάλπαραν στο μακρινό ταξίδι του χρόνου και δεν ξαναγύρισαν. Κι όλα τούτα θα ‘χαν σβήσει εντελώς από τη μνήμη μας, αν δεν υπήρχε ο λόγος που περνώ­ντας από στόμα σε στόμα θα τα κρατούσε ζωντανά, αν δεν υπήρχε το γραπτό τεκμηριωμένο κείμενο που θα διατηρούσε τα χνάρια τους άσβεστα.
Όταν μια φυλή ξεχνάει την ιστορία της, τότε αυτή δεν έχει ρίζες και δεν πατά σταθερά στα πόδια της. Μετεωρίζεται χωρίς αρχές και σιγουριά, κρεμασμένη στην αβέβαιη και αδύναμη μοίρα της. Σκεφτόμενος αυτά και πολλά άλλα ακόμα, ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο. Κάποιοι από μας ίσως να μην υπάρχουν αύριο. Στη θέση τους θα βρίσκονται άλλοι, που ίσως κι αυτοί με τη σειρά τους ενδιαφερθούν για το παρελθόν της γενέτειρας τους, να παραδώσουν την ιστορία του τόπου τους στα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Μ’ αυτόν τον τρόπο το νήμα δεν θα κοπεί. Οι παλιές ρίζες θα δώσουν νέους κλώνους, οι σκέψεις και οι θύμησες θα μείνουν άσβηστες, ν’ ανιστορούν πρόσωπα και πράγματα που μας έκαναν ευτυχισμένους και υπερήφανους.

Μπάμπης Κατσάρας Δάσκαλος

 

Η καταγωγή των Λοκρών
Όλοι εμείς που μένουμε στην επαρχία της Λοκρίδας, τον τόπο δηλαδή, που περικλεί­εται από τον Παρνασσό, τον Καλλίδρομο, βρέχεται από τον Ευβοϊκό κόλπο και συνορεύει με το νομό Βοιωτίας, ονομαζόμαστε Λοκροί.

Πόσο όμως παλιά υπήρξε η επαρχία μας, από πού πήραμε το όνομα μας και ποια ήταν η πρώτη φυλή που κατοίκησε στον τόπο μας;

Στην αρχαιότητα (πριν το τέλος της 2ης π.Χ. χιλιετίας) η περιοχή της Στερεάς Ελλάδας χωριζόταν σε δυο περιοχές με το όνομα Λοκρίδα. Στην Οπουντία Λοκρίδα, με πρωτεύ­ουσα την πόλη Οπούντα που βρισκόταν κάπου ανατολικά της Αταλάντης και την Επικνημίδια Λοκρίδα, που το όνομα της το πήρε από το όρος Κνημίς, με πρωτεύουσα το Θρόνιο.

Σχετικά τώρα με την καταγωγή των Λοκρών υπάρχουν δυο ιστορικές εκδοχές.
Η πρώτη είναι να κατάγονται από τους Λέλεγες, λαό πανάρχαιο, ο οποίος έφθασε στην Ελλάδα λίγο πριν τελειώσει η δεύτερη π.Χ. χιλιετία και ο οποίος διασκορπίστηκε στην Λευκάδα, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα, τη Λοκρίδα καθώς και στα παράλια της Μ. Ασίας.
Η δεύτερη εκδοχή θέλει τους Λοκρούς απόγονους ελληνικών φυλών που εγκαταστά­θηκαν στα παράλια του Μαλιακού και Ευβοϊκού κόλπου.
Όπως όμως και να’ χει και όποια απ’ τις δυο εκδοχές να’ ναι η αληθινή, αυτή η εγκα­τάσταση, όπως θα διαπιστώσουμε στα πιο κάτω κεφάλαια, πρέπει να’ γίνε πριν την έναρξη του Τρωικού Πολέμου (1023 π.Χ.) και μετά τον μεγάλο κατακλυσμό που συνέβη στην Ελλάδα, πιθανότατα το 1529 π.Χ.

Η ονομασία
Σύμφωνα με τη μυθολογία, γενάρχης των Λοκρών, υπήρξε ο Αίας ο Λοκρός, γιος του Φύσκου ή του Αιτωλού. Σύζυγος του Αίαντα υπήρξε η Πρωτογένεια, η οποία γέννησε τον Οπούντα, ιδρυτή, σύμφωνα με την παράδοση, της πρωτεύουσας των Οπουντίων Λοκρών.
Τον Αίαντα όμως, στην Ομήρου Ιλιάδα, τον συναντάμε σαν γιο του Ολέα, κυβερνήτη των Λοκρών στον πόλεμο κατά της Τροίας.
Οι παρακάτω στίχοι (μεταφρασμένοι) μας δίνουν μια εικόνα της εποχής εκείνης για τον Αίαντα, το Θρόνιο και τις πόλεις που υπήρχαν γύρω απ’ αυτό.

Ομήρου Ιλιάδα, στίχοι 527-535
«Τους Λοκρούς τους κυβερνούσε ο γιος του Οϊλέα, που ήταν μικρόσωμος και φορούσε λινό θώρακα, στο κοντάρι όμως ξεπερνούσε όλους τους Έλληνες και τους Αχαιούς. Αυτοί (οι Λοκροί), κατοικούσαν στην Κύνο και τον Οπούντα, στην Καλλίαρο, τη Βήσσα και τη Σκάρφη στις όμορφες Αυγές και την Τάρφη, στο Θρόνιο, κοντά στο ρέμα του Βοαγρίου. Αυτόν (τον Αίαντα) τον ακολουθούσαν στον πόλεμο (της Τροίας), σαράντα μαύρα καράβια Λοκρών, αυτοί δε (οι Λοκροί) έμεναν απέναντι από την Ιερή Εύβοια».

Φήμες θέλουν το Θρόνιο να παίρνει από την αρχή της ίδρυσης του το όνομα «Ελλάδα» και τους κατοίκους του να είναι οι πρώτοι Έλληνες που κατοίκησαν στην Ελληνική γη.

Η τοποθεσία του αρχαίου Θρονιού Προσωπικές μαρτυρίες και ιστορικές γνώμες
(Την παρακάτω μαρτυρία την πήρα από έναν ηλικιωμένο κΰριο του χωριού μου. Ίσως όμως να μην απέχει και πολύ από την ιστορική αλήθεια.)

«Πριν πολλά πολλά χρόνια, πριν ακόμα γίνει ο σεισμός και βουλιάξει το Θρόνιο, ο τόπος μας ήταν ενωμένος με την Εύβοια και τα Λιχαδονίσια. Με το σεισμό όμως χωρί­στηκε απ’ αυτά και ο κόσμος ανέβηκε στα βουνά – εννοεί την Κνημίδα και τον Καλλίδρομο -. Ύστερα κατέβηκαν ξανά κι έχτισαν το χωριό κοντά στη θάλασσα.»

Γεγονός είναι πως τα εδάφη της Ευβοίας και των Λιχάδων, μοιάζουν πολΰ στη σύσταση τους, μ’ αυτά της Λοκρίδας.

Οι γνώμες των ιστορικών γεωγράφων πάνω σ’ αυτό το θέμα διχάζονται. Ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «το Θρόνιο ήτο πόλις χτισμένη πλησίον της θα­λάσσης», ενώ ο ερευνητής Ζ. Πρωτοπαπάς που ασχολήθηκε με θέματα της Λοκρίδας ανα­φέρει: «Βγαίνοντας από τα Καμένα Βούρλα διακρίνουμε τα λιγοστά ερείπια του Θρόνιο στην τοποθεσία Παλιόκαστρο – Πικράκι», τοποθετώντας προφανώς το Θρόνιο στα βορει­οδυτικά του όρους της Κνημίδας.

Τεκμηριωμένες πληροφορίες της εγκυκλοπαίδειας «ΠΥΡΣΟΣ» αναφέρουν ότι το Θρόνιο βρισκόταν εδώ που βρίσκεται σήμερα το Καινούριο και ότι από τα ερείπια της κατεστραμμένης πόλης, ξεπήδησε μια άλλη, χτισμένη στο μεγαλείο της πρώτης.

Η ονομασία του Θρονιού
Για την ονομασία «Θρόνιο» που πήρε η πρωτεύουσα την Επικνημιδίων Λοκρών, δυο πιθανές εξηγήσεις, είναι οι παρακάτω:
α) Να προήλθε από τη λέξη Θρόνος, που στην αρχαιότητα σήμαινε το πολυτελέστατο και το τιμητικότερο κάθισμα, το οποίο ήταν έτσι κατασκευασμένο, ώστε να είναι ιδιαίτερα αναπαυτικό, και ντυμένο με ύλες πολύτιμες, όπως χρυσές ράβδους και μικρά διαμα­ντάκια.
Ο θρόνος συνήθως ήταν στρωμένος με πολυτελή υφάσματα, κεντημένα με ποικιλία σχε­δίων και χρωμάτων. Στο θρόνο κάθονταν πρόσωπα σπουδαία, όπως αυτοκράτορες και βασιλείς.
Από το υποκοριστικό της λέξης θρόνος = θρονί ή θρόνιο υπάρχουν πολλές πιθανότητες να προήλθε και η ονομασία «θρόνιο», θέλοντας έτσι να δηλώσει τιμητικά, την ξεχωριστή θέση που κατείχε αυτή η πόλη, ανάμεσα στις άλλες της εποχής της, εξαιτίας του πλούτου και της υπεροχής της που την έκανε να διαφέρει από εκείνες.
β) Η δεύτερη πιθανή εξήγηση είναι να προήλθε από το «θρόνιο», ονομασία λεπτεπίλε­πτου υφάσματος, πάνω στο οποίο ήταν τα «θρόνα», κεντημένα, δηλαδή, μικρά ανθάκια.
Επειδή οι κάτοικοι του αρχαίου Θρονιού μπορεί να είχαν ως κύρια ασχολία τους την κατασκευή τέτοιων υφασμάτων, πολύ πιθανόν η πόλη να ονομάστηκε έτσι απ’ αυτή τους την ασχολία.
Γεγονός είναι πάντως πως οι αρχαίοι Λοκροί ασχολούνταν με την καλλιέργεια φυτών, κατάλληλα για τη βαφή και τη διακόσμηση των πιο πάνω υφασμάτων.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως μέχρι σήμερα ακόμα, στις όχθες του ποταμού Βοαγρίου, υπάρχουν τέτοια φυτά, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το βάψιμο ενδυμάτων, ακόμα και μαλλιών.

Το αρχαίο Θρόνιο και η ιστορία του
Ο γεωγράφος Πτολεμαίος αναφέρει σ’ ένα από τα συγγράμματα του ότι το Θρόνιο ήταν η σπουδαιότερη πόλη των Επικνημιδίων Λοκρών. Στην ιστορία του Θουκυδίδη διαβά­ζουμε, ότι κατά την περίοδο των Πελοποννησιακών πολέμων, ο στρατηγός Κλεό-πομπος, Αθηναίος στη καταγωγή, υποστηρίζοντας τους Ευβοείς που είχαν εκστρατεύσει εναντίον του Θρονίου, αγκυροβόλησε με τριάντα τριήρεις, στη παραλία της πόλης. Στη συνέχεια, και κατά το έτος 430 π.Χ., κατέλαβε το θρόνιο και κράτησε για ομήρους πολλούς από τους κατοίκους του.

Η αρχαία όμως αυτή πόλη καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, το 352 π.Χ. από το στρατηγό των Φωκέων Οινόμαρχο, κατά τους Ιερούς Πολέμους.

Ιεροί πόλεμοι ονομάστηκαν οι πόλεμοι που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των Φωκέων και του μαντείου των Δελφών, επειδή οι πρώτοι είχαν καλλιεργήσει μεγάλες εκτάσεις που ανήκαν στους Δελφούς.

Το «ιερό» κάλεσε σε βοήθεια τους Λοκρούς, οι οποίοι και ανταποκρίθηκαν. Παρ’ όλο όμως που πολέμησαν γενναία, νικήθηκαν και οι Φωκείς για να τους εκδικηθούν κατά­στρεψαν την Λοκρική πρωτεύουσα ολοσχερώς.

Το θρόνιο αναφέρεται ακόμα και στην ιστορία που αφορά το Φίλιππο το Γ’ της Μακεδονία, χρονολογία 320 π.Χ. περίπου , τότε που η πόλη χρησίμευε για στρατόπεδο των Ρωμαίων στρατιωτών καθώς και για χώρος όπου γινόταν οι διαπραγματεύσεις ανά­μεσα στα αντίπαλα στρατεύματα.

Ο καταστροφικός σεισμός

«Κι ως είδα ετοιμοθάνατη
την όψη σου να μένει
σε τρίσβαθο χαμόγελο λουσμένη, βυθισμένη
κι ως σταύρωσε τα χέρια σου στα στήθη απάνω μόνη
την ώρα που ο θάνατος σε σκέπαζε σα χιόνι
γλυκά κι αν δε με διέταξες
της πίκρας μου ν’ αφήσω
τον  πέπλον, ολοζώντανη
για να σε ζωγραφίσω».
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πριν το μεγάλο καταστροφικό σεισμό που έγινε το 551 μ.Χ το Θρόνιο είχε υποστεί με­γάλες ζημιές και από παλιότερους δυνατούς σεισμούς.

Κατά τα έτη 427 και 396 π.Χ. σημειώθηκαν αντίστοιχα δυο ισχυροί σεισμοί που είχαν ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του οικισμού να βυθιστεί στη θάλασσα και μαζί μ’ αυτόν ο ναός που υπήρχε στο λιμάνι του Θρονιού, για τον οποίο εκτενέστερα θα μιλήσουμε σε ει­δικό κεφάλαιο.

Ο γεωγράφος Στράβων για το σεισμό του 427 π.Χ. αναφέρει: «Το δε έτος 427, έλαβε χώραν μέγας σεισμός και το Θρόνιον κατεστράφη εκ θεμελίων. Κατεκλύσθη μάλιστα υπό της θαλάσσης, απολεσθέντων περίπου χιλίων επτακοσίων κατοίκων.»

Η πόλη και ο ναός ξαναχτίστηκαν για να γκρεμιστούν, εκ θεμελίων αυτή τη φορά, κατά το έτος 551, όπου η συμφορά υπήρξε και ολοκληρωτική. Όσοι από τους κατοίκους επέζησαν εγκατέλειψαν το παραλιακό μέρος και έχτισαν τα σπίτια τους αρκετά μακριά από τη θά­λασσα.

Λέγεται ότι πριν το σεισμό του 551, το μικρό νησί «Στρογγυλή» που βρίσκεται στη μέση περίπου του Μαλιακού κόλπου, ήταν έδαφος της χερσονήσου των Γιαλτρών. Με το σεισμό όμως αποσπάσθηκε κι από τότε βρίσκεται μόνο του στη θάλασσα.

Κάποιοι επίσης ισχυρίζονται ότι ο σεισμός αυτός ήταν τόσο ισχυρός, που η γη άνοιξε, με αποτέλεσμα ν’ αλλάξει κατεύθυνση ακόμα κι ο ποταμός της Λοκρίδας, Βοάγριος.

Φαίνεται όμως πως η ταλαιπωρία των Λοκρών από τους σεισμούς, δεν σταμάτησε εδώ. Γιατί στις 8 Απριλίου του 1894 μ.Χ. ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής, η γη ξανασείστηκε με φοβερή βοή που ερχόταν από τη θάλασσα, ανοίγοντας ρήγμα εξήντα χιλιομέτρων, από τη Θήβα μέχρι τον Καλλίδρομο, προκαλώντας, για μια ακόμα φορά, καταστροφές ανεπα­νόρθωτες.

Ο σεισμός αυτός, απ’ ότι γνωρίζουμε, επαναλήφθηκε, με μικρότερη όμως ένταση, στις 15, 20 και 27 του ίδιου μήνα και έγινε αισθητός σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης.

Οι άνθρωποι των Λοκρικών πόλεων κοίταζαν άναυδοι τα συντρίμμια, μετρώντας πληγές που θα αιμορραγούσαν για πολλά χρόνια ακόμα. Κάποιοι βρήκαν το θάρρος να ξαναρχί­σουν. Άλλοι εγκατέλειψαν το τόπο τους για πάντα. Γυρίζοντας πίσω, ίσως ψιθύριζαν τους στίχους κάποιου ποιητή μας:

«Σου’χω φυλάξει τη στερνή ματιά, καθώς θα φεύγω, εσένα θα κοιτάζω… με κείνη τη ματιά που δεν αρνιέται τίποτα από το φως κι από τον κόσμο τούτο.»

Ο ναός της Αγίας Σοφίας Θρύλοι και πραγματικότητα

Αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό του 551 μ.Χ.. Σήμερα γνωρίζουμε πως ο ναός αυτός, όταν πρωτοχτί-στηκε, δεν ήταν χριστιανικός αλλά ειδωλολατρικός, αφιερωμένος μάλιστα στο Θεό Δία. Σε χριστιανικό μετατράπηκε μετά το 315 μ.Χ. με την ανακήρυξη της χριστιανικής θρησκείας, ως επίσημη θρησκεία του Βυζαντίου, από τον Μ. Κωνσταντίνο.

Την ονομασία του, Αγία Σοφία, προφανώς την πήρε από την Αγία Σοφία της Βασιλεύουσας, η οποία υπήρξε ο φάρος της Ορθοδοξίας και κατ’ επέκταση του Ελληνισμού, καθαρά τιμητικά και συμβολικά. Άλλωστε, φήμες θέλουν ο ναός του Θρονιού, ν’ απέχει από το ναό της Κων/πολης, ακριβώς χίλια μίλια.

Κάποιοι ακόμα ισχυρίζονται, πως ο ναός εκείνος δεν ήταν μια απλή εκκλησιά, αλλά ολόκληρο μοναστηριακό κτίσμα, με κελιά και πολλούς αποθηκευτικούς χώρους.

Γύρω στο 1900 μ.Χ., πληροφορίες μας λένε, πως κάτοικοι του Θρονιού είχαν βρει και συλλέξει από το χώρο των ερειπίων, διάφορα εκκλησιαστικά είδη, όπως σταυρούς, θυ-μιατήρια καθώς και άλλα ιερά σκεύη.

Την ίδια εποχή είχε βρεθεί και ένας λίθος κυλινδρικός, που πολλοί θεώρησαν ότι ήταν η Αγία Τράπεζα του ναού της Αγίας Σοφίας.

Δυστυχώς όμως τίποτα από τα παραπάνω ευρήματα δεν υπάρχει σήμερα. Η αμάθεια, η αφέλεια καθώς και η αδιαφορία για την ανεκτίμητη αρχαιολογική αξία τους, από τους τότε ανθρώπους του οικισμού, οδήγησε μοιραία στην εξαφάνιση τους.

Αυτό που ακόμα γνωρίζουμε είναι ότι γύρω στο 1890, η θάλασσα είχε τραβηχτεί αρ­κετά μέσα, με αποτέλεσμα τα ερείπια του ναού να βρίσκονται πάνω στην ακτή. Λέγεται μάλιστα, ότι γευμάτισε πάνω σ’ αυτά, περνώντας από το Θρόνιο το 1897 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ με τη σύζυγο του.

Το 1912, όπως μας βεβαιώνουν άτομα προχωρημένης ηλικίας που ζουν στο Καινούριο, έγινε μεγάλη πλημμύρα, με το τέλος της οποίας, κι αφού τραβήχτηκαν ξανά τα νερά προς τα μέσα, φάνηκε σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων από τη παραλία, τοίχος από το οι­κοδόμημα της Αγίας Σοφίας.

Μέχρι σήμερα που γράφεται αυτό το βιβλίο δεν έχουν γίνει επίσημες έρευνες και με­λέτες για τον αρχαίο αυτό ναό. Γι’ αυτό και οι πιο πάνω πληροφορίες δίνονται με κάθε επιφύλαξη, βασιζόμενες σε γνώμες και ιστορικά στοιχεία που κρίνονται αξιόπιστα.

Ας με συγχωρέσουν εδώ κάποιοι συγχωριανοί μου που δεν παρέθεσα στο βιβλίο μου κάποια στοιχεία που μου έδωσαν για τα ερείπια του Θρονιού. Η διασταύρωση τους όμως με άλλα, για να κρίνω κατά πόσο ήταν αληθή αυτά, στάθηκε αδύνατη. Κι αυτό το βιβλίο αυτό το σκοπό έχει. Να ρίξει φως εκεί που δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, να πατήσει σε γεγονότα, όσο κι αν αυτά ανήκουν στο μακρινό παρελθόν.

«Πικράκι» ή «Μάρμαρα» Ένας σημαντικός οικισμός – Φρούριο
Όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, παλιότερα, πολλές πόλεις, είχαν και το φρούριο τους. Μαρτυρίες θέλουν για φρούριο του Θρονιού, το «Πικράκι», που κατά άλλους, υπήρξε οικισμός στον οποίον κατοικούσαν πολλές οικογένειες του Θρονίου.

Το «Πικράκι» αποτελούσε οικισμό – Φρούριο, όχι μόνο για το Θρόνιο, αλλά και για όλες τις πόλεις και τα χωριά που απλωνόταν στην «Επικνημίδεια Λοκρίδα».

Τότε, ο κεντρικός δρόμος, ο οποίος ξεκινούσε από την Ελάτεια, περνούσε μέσα απ’ το αρ­χαίο Θρόνιο, τη Σκάρφεια, για να φτάσει μέχρι τις Θερμοπύλες. Συνεπώς το φρούριο πα­ρείχε ασφάλεια στους πιο πάνω οικισμούς, δίνοντας τους παράλληλα τη δυνατότητα να ελέγχουν τους εχθρούς, που κατά καιρούς έφταναν στον τόπο.

Σήμερα η τοποθεσία αυτή ονομάζεται και «Μάρμαρα» και μέχρι τα τέλη του περα­σμένου αιώνα, υπήρχαν ακόμη κομμάτια από τείχη (μάρμαρα), που μαρτυρούσαν την ύπαρξη του αρχαίου φρουρίου.

Ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, σε σύγγραμμα του το οποίο εκδόθηκε στη Βενετία το 1728 και επανεκδόθηκε βελτιωμένο το 1807, αναφέρει ότι στα «Μάρμαρα» υπήρξε οι­κισμός με το όνομα «Παλαιόκαστρο». Ίσως γιατί, σε κάποια στιγμή, ο οικισμός εγκατα­λείφθηκε, αφήνοντας πίσω του ένα «παλιό κάστρο.»

Σ’ αυτό το σημείο έρχονται οι παραδόσεις του τόπου για να εκθέσουν τους λόγους για τους οποίους ερημώθηκε το «Πικράκι».

Κάποιες οικογένειες λοιπόν που ζουν στο Καινούριο, ισχυρίζονται, πως στον οικισμό είχε «πέσει» λοιμώδης νόσος, απ’ την οποία βρήκαν το θάνατο εικοσιεπτά άτομα, σε διά­στημα ενός μήνα. Αναγκάστηκαν τότε οι επιζώντες να φύγουν βιαστικά από το χωριό, προκειμένου να γλυτώσουν οι ίδιοι από την φοβερή επιδημία. Ονόμασαν έτσι τον τόπο «Πικράκι» σε ανάμνηση του πικρού εκείνου γεγονότος.

Μια άλλη μερίδα κατοίκων του Καινούριου, υποστηρίζει πως στον αρχαίο εκείνο οι­κισμό, λίγο πριν την έναρξη της επανάστασης του 1821, είχαν ξεσπάσει μίση και τσα­κωμοί, μεταξύ των οικογενειών που έμεναν στο χωριό.

Πολλοί ήταν εκείνοι που πρόδιδαν τους συντοπίτες τους σε Τούρκους και άλλοι που τους συκοφαντούσαν σε Αρματωλούς. Η διχόνοια έφερε την απώλεια αρκετών ανθρώ­πινων ζωών και τη διάλυση πολλών οικογενειών. Ο κόσμος άρχισε τότε να σκορπίζει δεξιά κι αριστερά, αναζητώντας νέες εστίες για να ξαναρχίσει τη ζωή του. Η παλιά ιδιαί­τερη πατρίδα τους είχε προσφέρει βάσανα και πίκρες. Γι’ αυτό την ονόμασαν «Πικράκι».

Ο οικισμός από τότε διαλύθηκε και ερημώθηκε εντελώς.

Το  Θρόνιο και ο Χριστιανισμός
«Αμέσως δε τότε εξαπέστειλαν τον Παύλον οι αδερφοί με φαινομενική κατεύθυνση του ταξιδιού του σαν εις παραθαλάσσιον πόλιν, δια να αποκρύψουν τον πραγματικόν δρόμον που θα ηκολούθει και προλάβουν ούτω πάσαν κατ’ αυτού ενέδραν.» Πράξεις ιζ 14-15.

Οι πιο πάνω στίχοι αναφέρονται στη δεύτερη αποστολική περιοδεία του Παύλου από Μακεδονία προς Αθήνα. Από τα γραφόμενα συμπεραίνουμε πως αν ο Παύλος ακολού­θησε το δρόμο της ξηράς για να φτάσει στην Αθήνα, τότε θα πέρασε οπωσδήποτε από την Λοκρίδα για να κηρύξει το Χριστιανισμό. Και ασφαλώς θα σταμάτησε στο Θρόνιο που ήταν μια από τις σημαντικότερες Λοκρικές πόλεις. Θεωρούμε πως διέσχισε τη περιοχή του Θρονιού, γιατί την εποχή για την οποία μιλάμε, λίγο μετά την Ανάσταση του Κυρίου, δεν υπήρχε άλλος δρόμος από ξηράς για Αθήνα, παρά αυτός που περνούσε μέσα από τη Λοκρική γη.

Για τους δρόμους που συνέδεαν την εποχή εκείνη το Θρόνιο με την υπόλοιπη Ελλάδα θα μιλήσουμε πιο αναλυτικά σε ειδικό κεφάλαιο. Εδώ θα περιοριστούμε στη διεξαγωγή λογικών συμπερασμάτων, σύμφωνα με τα κείμενα της Αγίας Γραφής.

Εκτός λοιπόν από τον Απόστολο Παύλο που δίδαξε κατά πάσα πιθανότητα, το Χριστιανισμό στο Θρόνιο, φτάνοντας είτε από τη ξηρά ή ακόμα κι από τη θάλασσα, το Θείο Λόγο διαλάλησαν στη Λοκρίδα, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, και ο Απόστολος Ανδρέας αλλά και ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

Η οδική σύνδεση του Θρονιού με άλλες αρχαίες πόλεις
Το Θρόνιο συνδεόταν με τους αρχαίους «Αλπηνούς» τις σημερινές Θερμοπύλες, με δρόμο που περνούσε κατά μήκος του ποταμού Βοαγρίου και έκοβε την πόλη του Μώλου στη μέση. Ο δρόμος αυτός, μέσα από τα σημερινά χωριά Κόμμα, Ηράκλεια και Δαμάστα, κατέληγε στη Λαμία. Ο ίδιος συνέχιζε μέσω των Τεμπών και της Θεσσαλικής πεδιάδας, για να καταλήξει στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στη Βέροια.

Το αρχαίο Θρόνιο συνδεόταν επίσης με κεντρικό δρόμο με την Ελάτεια και το νομό Βοιωτίας. Με μικρή επαρχιακή οδό γινόταν η σύνδεση με τις αρχαίες πόλεις Κνημίς, Δαφνούς, Κίνο, Καλλίαρο, Οπούντα, Υάμπολη και Ορχομενό.

Από τις Θερμοπύλες υπήρχε δρόμος για τη σημερινή Μενδενίτσα και Αμφίκλεια. Υπήρχε όμως και η παραλιακή οδός, την οποία και ακολούθησε ο Ξέρξης το 480 π.Χ. όταν έφτασε στις Θερμοπύλες. Αυτή ξεκινούσε από τη σημερινή Πελασγία, περνούσε ανατολι

κά των Θερμοπυλών και διέσχιζε την Εώα Λοκρίδα. (Παράλια Μαλιακού και Ευβοϊκού κόλπου).

Εδώ ίσως θα πρέπει να αναφέρουμε και μια πληροφορία που έχουμε για τη Σκάρφεια, την αρχαία Σκάρφη, όπως λεγόταν. Η Σκάρφεια λοιπόν είχε λιμάνι, μικρότερο απ’ αυτό του Θρονιού και το χωριό απείχε από τη θάλασσα 10 στάδια (1 στάδιο = 1000 μ.) Καταστράφηκε, όπως και το Θρόνιο, από το σεισμό του 427 π.Χ. αλλά χτίστηκε ξανά, πα­ρουσιάζοντας άνθηση, μέχρι τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα.

Στα εδάφη της, το 146 ή 147 π.Χ. οι Ρωμαϊκές λεγεώνες νίκησαν τα στρατεύματα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Πάνω από 10.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους, ενώ γύρω στους 1000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Ο οικισμός του αρχαίου Θρονιού
(Είδος υλικών, τρόπος χτισίματος των σπιτιών, ασχολίες)
Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σπιτιών ήταν οι πλίθες. Ευρήματα μαρτυρούν πως οι τοίχοι στηρίζονταν σε βάση που ήταν πέτρινη και το κάθε σπίτι είχε συνήθως δυο δωμάτια. Ο αριθμός των σπιτιών στον οικισμό δεν θα πρέπει να υπερέβαινε τα πενήντα. Κάποια σπίτια διέθεταν και αποθηκευτικούς χώρους, που ήταν ‘κολλημένοι’ στην κύρια κατοικία, ενώ κάποια άλλα διέθεταν και μια υποτυπώδη σκάλα που οδηγούσε σε ένα χώρο υπερυψωμένο, σαν το σημερινό ‘πατάρι’. Δεν έλειπαν και οι χοίροι στους οποίους υπήρχαν τα κατοικίδια ζώα. Αυτοί πρέπει να βρισκόταν στη πίσω υπαίθρια αυλή του σπιτιού.

Ο οικισμός, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ήταν περιτριγυρισμένος από τείχη, τα οποία τον προστάτευαν από τις εχθρικές επιδρομές και λεηλασίες. Τα τείχη αυτά ήταν χτισμένα με μικρές πέτρες, κολλημένες μεταξύ τους με λάσπη.

Οι δρόμοι, μέσα στον οικισμό, ήταν χωμάτινοι και ο κεντρικός συνήθως, λιθόστρωτος.

Στην ενότητα αυτή θα πρέπει να σημειώσουμε πως η επιλογή του τόπου, προκειμένου να χτιστεί το αρχαίο Θρόνιο, δεν ήταν τυχαία. Γνωρίζουμε πως ο κάμπος της Θεσσαλίας καθώς και η Στερεοελλαδίτικη γη, είναι από τα πιο πλούσια και εύφορα εδάφη της Ελλάδας. Η παρουσία παράλληλα της θάλασσας κοντά στον οικισμό, έδινε στους ανθρώ­πους ασχολίες, πέρα από τη γεωργία, όπως το ψάρεμα, καθώς και τη δυνατότητα να κά­νουν το θαλάσσιο εμπόριο τους, στην αρχή με βάρκες κι αργότερα με καράβια. Αυτό έμ­μεσα σήμαινε συνάντηση με άλλους ανθρώπους, γνωριμία με τα έθιμα και τις συνήθειες τους, καλυτέρευση της ζωής τους και του βιοτικού τους επιπέδου.

Η ιστορία του νεώτερου Θρονιού
«Ω, πατρίδα μου! Ω τάφε των γονιών μου,
ω καλή γη, που γεύτηκα πρώτη φορά τον ήλιο,
κι είδα τ’ αστέρια της νυχτιάς
και τη γλυκιά σελήνη,
κι άκουσα τα λαλούμενα
στο ήσυχο ακρογιάλι…
καλή πατρίδα μου, άκουσε
νεώτατο τραγούδι.»
Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ

Μετά απ’ το αρχαίο Θρόνιο που ξεψύχησε παρακμάζοντας από σεισμούς, ληστρικές επιδρομές, εμφύλιους σπαραγμούς, υψώθηκε το νέο Θρόνιο, πατώντας στο μεγαλείο του παρελθόντος της Επικνημίδιας πρωτεύουσας.

Κάποιοι δεν εγκατέλειψαν τις εστίες τους, παρά έμειναν για να μεταλαμπαδεύσουν την αγάπη τους για τη γενέθλια γη και στις επόμενες γενιές.

Λίγο μακρύτερα από το αρχαίο Θρόνιο, ιδρύονται οικισμοί όπως το ‘Πικράκι’ και το ‘Παλαιοχώρι’ ή ‘Παληοριμάνι’. Μια ομάδα όμως ανθρώπων δεν μπορεί να εγκαταλείψει την παλιά πόλη, δεν αντέχει να την αφήσει, έστω κι αν αυτή είναι ένα σωρός από συντρίμμια.

Μαζεύοντας τις δυνάμεις τους ξαναχτίζουν τον οικισμό και η ελπίδα να δώσουν στη νέα πόλη την παλιά της αίγλη, αναθαρρεύει μέσα τους ξανά. Και το πετυχαίνουν. Η νέα πόλη τίποτα δεν στερείται της παλιάς. Όμως η μοίρα της φαίνεται πως ήταν να κάνει συνέχεια αγώνα για την επιβίωση της.

Γύρω στο 1800, στο νέο Θρόνιο, ιδρύεται η έδρα Τούρκου Μπέη, η οποία υπάρχει μέχρι την απελευθέρωση. Οι κάτοικοι του οικισμού, μαζί με τους άλλους Στερεοελλαδίτες, αγω­νίζονται να βρουν ξανά τη χαμένη ανεξαρτησία τους. Ο τόπος, για μια ακόμη φορά, γί­νεται χώρος θυσίας, για τη σωτηρία σώματος και ψυχής.

Οι κάμποι γεμίζουν μ’ άρματα, οι παραλίες γίνονται ορμητήρια εναντίον του κατακτητή, γεμίζοντας Τρικάταρτα καράβια’ μ’ όπλα και μπαρούτι. Το αίμα τρέχει ξανά άφθονο για να φέρει πίσω την πολυπόθητη λευτεριά. Η περιοχή αναδεικνύει μάρτυρες και ήρωες.

Οι Τούρκοι άφησαν πίσω τους μόνο χαλάσματα. Οι τελευταίοι υπολογίζεται πως πρέπει να ‘φυγαν γύρω στο 1823. Τα σπίτια του νέου Θρονιού, είχαν μετατραπεί, σ’ όλο αυτό το διάστημα της σκλαβιάς, σε εστίες των αλλοθρήσκων εχθρών, που είχαν εκδιώξει τους ντό­πιους.

Μετά τη φυγή των Τούρκων ο οικισμός ξαναστήνεται. Αυτή τη φορά όμως, όχι κοντά στη θάλασσα, αλλά στη θέση ‘Παληοριμάνι’. Στον παραθαλάσσιο εγκαταλελειμμένο

οικισμό, κατόπιν άδειας του 1839 βασιλικού διατάγματος, ιδρύεται από ομάδα Γάλλων, εργοστάσιο που παρήγαγε ζάχαρη από τεύτλα και ο οικισμός μετονομάζεται «Παλαιά Γαλλία».

Οι Γάλλοι έφυγαν από το Ν. Θρόνιο μεταξύ του 1850 και 1855. Μέχρι σήμερα ακόμα, όταν γίνονται εκσκαφές για την ανέγερση σπιτιών στην περιοχή, βρίσκονται κατάλοιπα του εργοστασίου εκείνου, όπως λέβητες, σιδερένια πλαίσια κ.λ.π.

Η ιστορία του Θρονιού μετά την αναχώρηση των Γάλλων

Όταν οι Γάλλοι εγκατέλειπαν τον τόπο, οι εκδιωγμένοι ντόπιοι ξαναγύρισαν και ανέ­γειραν τον οικισμό εκ νέου. Τον ονόμασαν ξανά Θρόνιο, σε ανάμνηση της παλιάς ομώ­νυμης πρωτεύουσας της Επικνημιδίων Λοκρών. Αυτό έγινε, όπως προαναφέραμε, μετά το 1855 και η πρώτη οικογένεια που εγκαταστάθηκε, ήταν του Δημητρίου Κλουτόπουλου. Ο ίδιος έγινε δήμαρχος του ‘Δήμου Θρονίου’, με έδρα το νέο οικισμό, ο οποίος συμπερι­λάμβανε τα χωριά Άγιο Σεραφείμ, Καμένα Βούρλα, Καρυά, Κόμνηνα, Ρεγγίνι, Χάρμα καθώς και το χωριό Καινούριο που είχε αρχίσει να υπάρχει με λιγοστές όμως οικογέ­νειες.

Το τέλος ενός ιστορικού οικισμού
« Ω, πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες
που σα θύμισες μέσα σου πληθαίνουν!
Ω, να μπορούσες έτσι να πεθαίνουν
κι άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες!
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ

Το νέο Θρόνιο ερημώθηκε τελείως γύρω στα 1886, παραμένοντας όμως ονομαστικά ως έδρα του δήμου Θρονιού μέχρι το 1901, οπότε και η έδρα του δήμου μεταφέρεται στο Ρεγγίνι. Οι περισσότερες οικογένειες του διαλυόμενου τελειωτικά πια οικισμού εγκατα­στάθηκαν στο νεοσύστατο Καινούριο.

Σύμφωνα με μαρτυρίες αξιόπιστες το έτος 1888, ιδρύεται στο Καινούριο Γραμματοδιδασκαλείο, με δάσκαλο τον Αθανάσιο Σανιδά, ο οποίος ήταν και ο ιερέας του χωριού. Ο γραμματοδιδάσκαλος αυτός υπηρέτησε στην εκκλησία και στο σχολείο του Καινούριου μέχρι το έτος 1894. Το νήμα της ζωής όμως καθώς και το αξιοζήλευτο έργο του παπα-δάσκαλου, κόπηκε απότομα την αυγή της 23ης Απριλίου, όταν αυτός σκοτώθηκε από κεραυνό.

Το τέλος του 1900 βρίσκει το Καινούριο με πενήντα οικογένειες, ενώ οι μαθητές του σχο­λείου ανέρχονται στους είκοσι πέντε.

Το 1970 το χωριό αποτελούνταν από διακόσιες πενήντα οικογένειες και το σχολείο λει­τουργούσε ως τριθέσιο με εκατό περίπου μαθητές και τρεις δασκάλους.

Η κοινότητα του Καινούριου
Στη δεκαετία 1970 -1980 η κοινότητα του χωρίου διοικείται από πενταμελές Συμβούλιο. Ένα από τα μέλη ασκεί τα καθήκοντα προέδρου και ένα του γραμματέα. Τη δεκαετία αυτή ο πληθυσμός των κατοίκων ανέρχεται στους οχτακόσιους.

Το Καινούριο αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό και εξελίσσεται σε ένα χωριό που τί­ποτα δεν έχει να ζηλέψει από τα διπλανά του. Χτισμένο μόλις ένα χιλιόμετρο από την Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας και δυο χιλιόμετρα από την παραλία του Μαλιακού κόλπου, κατέχει θέση προνομιακή ανάμεσα στα άλλα χωριά της περιοχής του.

Στη δεκαετία του 1990 το χωριό παρουσιάζει ραγδαία ανάπτυξη. Η δημιουργία ποι­κίλων καταστημάτων, η κατασκευή σύγχρονων σπιτιών και δρόμων, το ολοκαίνουργο δι­δακτήριο του, η τουριστική αξιοποίηση της παραλίας του καθώς και η φιλοξενία των κα­τοίκων του, το κάνουν πανέμορφο και μοναδικό.

0 Ενοριακός ναός και τα παρεκκλήσια του Καινούριου
Όλοι γνωρίζουμε την επίδραση της θρησκευτικότητας στη συμπεριφορά του ατόμου. Από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια, οι άνθρωποι έχτιζαν χώρους, μέσα στους οποίους τι­μούσαν και λάτρευαν τους Θεούς τους. Τα χτίσματα ζυμώνονταν με το θρησκευτικό συ­ναίσθημα στην πινακωτή της υπέρτατης ψυχικής ανάγκης, στην ένωση της με το Θείο.

Στους μεγάλους ενοριακούς ναούς καθώς και στα μικρά ταπεινά ξωκκλήσια, η υλο-φροσύνη παραμερίζεται. Αφήνει τη θέση της στη προσευχή και την ταπείνωση, στο δέος και τη συγκίνηση.

Ο Ι. Ναός της ενορίας του Καινούριου είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Άρχισε να χτίζεται το 1925 και οι εργασίες τελείωσαν το 1937. Πριν την ανέγερση του ναού οι πιστοί εκκλησιάζονταν σε μικρό ημιυπόγειο χώρο, πάνω στον οποίο χτίστηκε και ο νέος ναός.

Όσο καιρό διαρκούσαν οι εργασίες, οι κάτοικοι του Καινούριου, παρακολουθούσαν τις ιερές ακολουθίες στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Τα ιερά σκεύη του παλιού ναού φυλάσσονταν στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη. Αυτό όμως έγινε μόνο στην αρχή των εργασιών και για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Γιατί στη συνέχεια, σκεύη και εκκλησίασμα, πήγαν στο δικό τους χώρο, ένα μικρό παράπηγμα κατασκευασμένο δίπλα στον ανεγειρόμενο ναό.

Λέγεται ότι ήταν επιθυμία της ίδιας της Παναγίας, η οποία εμφανιζόμενη στον ύπνο του Ιερέα, ζήτησε να τη λατρεύουν στο δικό της χώρο και όχι σε ‘ξένους’ ναούς.

Το ξωκκλήσι του Αϊ-Λια
(Προφήτη Ηλία)
Περνώντας την εθνική οδό που χωρίζει το Καινούριο από την περιοχή των ‘Μαρμάρων’ , συναντάμε στην κορφή του λόφου το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία.

Καθώς ανοίγεις το χαμηλό πορτάκι του, ο νους σου αρχίζει να ταξιδεύει. Κάτι σε καλεί να κλείσεις τα μάτια σου και να προσευχηθείς. Όλα εκεί μέσα αποπνέουν μύρο, λιβάνι, αγιότητα. Η καντήλα πάνω απ’ την εικόνα της Μεγαλόχαρης καίει άσβεστη. Κάποιοι ευ­σεβείς προσκυνητές φροντίζουν γι’ αυτό καθημερινά.

Λίγο πιο κει η εικόνα του ‘Προφήτη των βουνών’. Ο Π. Ηλίας ταξιδεύει στον ουρανό καθισμένος στο άρμα του, έτσι όπως αναφέρεται ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη.

Το παρεκκλήσι χτίστηκε το 1901, από τον τότε εφημέριο Δημ. Βορλοβίτη, ο οποίος έχτισε δίπλα στο ξωκκλήσι και ένα μικρό καμαράκι, μέσα στο οποίο ζούσε και στο οποίο τέλειωσε και τη ζωή του.

Ο θρύλος θέλει το ξωκκλήσι δεμένο μ’ έναν ασεβή βοσκό, ο οποίος λόγω πολυμερής κα­κοκαιρίας, είχε κλείσει τα ‘ζωντανά’ του μέσα στο ναό, μετατρέποντας το έτσι σε μαντρί. Όταν η κακοκαιρία πέρασε ο βοσκός δεν καθάρισε το ξωκκλήσι, αφήνοντας το βρώμικο γεμάτο απορρίμματα.

Τότε, σύμφωνα πάντα με τις παραδόσεις του χωριού, ο Αϊ-Λιας τον τιμώρησε, ρίχνο­ντας τον βαριά άρρωστο στο κρεβάτι. Ο ασυνείδητος βοσκός δεν κατόρθωσε τη ζωή του μέσα στην παραφροσύνη και στους φριχτούς πόνους.

Το παρεκκλήσι του Αϊ-Γιώργη
Στο ‘πάνω’ μέρος της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, σύρριζα στο βουνό, σε μια μικρή απλωσιά γης καθαρισμένη από τις οξιές και τα χαμόχορτα, βρίσκεται χτισμένο το ξω­κλήσι του Αϊ-Γιώργη.

Από την πίσω πλευρά της χαμηλής εκκλησιάς, κρυμμένο σχεδόν από τα μάτια του κό­σμου, ξεκινά προς το βουνό φιδίσιο μονοπάτι, ανάμεσα σε σχοίνα και μυρτιές, για να κα­ταλήξει στο ιερό σπήλαιο, όπου έγινε η «εύρεσις τ’ Αϊ-Γιώργη».

Εδώ το χτες συναντά το σήμερα, δυναμώνει το παρόν, δίνοντας στον πιστό κουράγιο ν’ αντέξει το αύριο.

Μέχρι το 1901, χρονολογία που χτίστηκε ο Αϊ-Γιώργης, η θεία λειτουργία τελούταν στη μικρή σπηλιά. Μέσα σ’ αυτή χωρούσαν μόνο ο ιερέας και ο ψάλτης, ενώ οι πιστοί άκουγαν συγκεντρωμένοι απ’ έξω.

Το 1870, σύμφωνα με μαρτυρία μιας ηλικιομένης νεωκόρας, παρουσιάστηκε στον ύπνο της ο Αϊ-Γιώργης, ζητώντας της να βρουν την εικόνα του στο βάθος της σπηλιάς. Η εικόνα βρέθηκε απ’ τους κατοίκους του Καινούριου, οι οποίοι στη συνέχεια έχτισαν και το ξωκ­κλήσι στους πρόποδες του βουνού, μεταφέροντας εκεί την εικόνα του Αγίου.

Σήμερα στον Αϊ-Γιώργη, εκτός από τους ντόπιους που λειτουργούν το ξωκκλήσι, στα­ματά πλήθος εκδρομέων προσκυνητών. Η τσιμεντένια βρύση που βρίσκεται στο περίβολο του μικρού ναού, ξεδιψάει τα στόματα από τη δίψα, ενώ τα ψηλά κυπαρίσσια τους ξε­κουράζουν στον ίσκιο τους.

Όσοι μπαίνουν ν’ ανάψουν κερί στο ξωκκλήσι, βρίσκονται αγκαλιασμένοι με τη δροσιά και τη θαλπωρή.

Η κατάνυξη και το λιτό κάλλος προσφέρει στους ευσεβείς Χριστιανούς μια ευκαιρία. Να συνομιλήσουν για λίγο με το θεό.

Το παρεκκλήσι του Αϊ-Δημήτρη
Το ξωκκλήσι του Αϊ-Δημήτρη, χτισμένο στην ομώνυμη τοποθεσία το 1951, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ερημοκλησιού. Πέτρινο, με ταπεινό καμπαναριό, απόμερο από τους πολλούς διαβάτες, κάνει παρέα με το μοσχολίβανο του και τ’ αγριολούλουδα που το πε­ριτριγυρίζουν.

Οι εικόνες του ασημωμένες από τα «τάματα». Το αργυρόχρυσο θυμιατό του στέκει κρε­μασμένο σε μια γωνιά, περιμένοντας να κάψει το θυμίαμα στη θεία λειτουργία. Πού και πού, απ’ τα αψιδωτά του παράθυρα, μια αχτίνα ήλιου φωτίζει τα αυστηρά και ισχνά πρό­σωπα των Αγίων. Οι καντήλες, στις εικόνες του Αϊ-Δημήτρη και της Παναγίας είναι αναμ­μένες νυχτοήμερα. Ο χώρος μοσχοβολά σαν ανθώνας. Αν σταθείς σε κάποιο στασίδι του με χαμηλωμένο κεφάλι, ίσως ακούσεις γλυκούς ψαλμούς, τροπάρια και κανόνες.

Ο Αϊ-Γιάννης
Χώρος περισυλλογής, εσωτερικής αναδίπλωσης και πένθους, μια και εκεί βρίσκεται χτισμένο το νεκροταφείο του Καινούριου.
Ακολουθώντας το δρόμο από το χωριό προς την παραλία, και μόλις ένα χιλιόμετρο από τη θάλασσα, βρίσκεις το κοιμητήριο με το ναό του Αϊ-Γιάννη. Κρυμμένο στην κυριολεξία μέσα στα περιβόλια με τις ελιές, στέκει απόμερα να θυμίζει πως η ζωή ολωνών θα πρέπει να’ ναι ήσυχη, αθόρυβη, ταπεινό πέρασμα για μια άλλη αιώνια.
Χτίστηκε πριν το 1893 ενώ μέχρι αυτή την ημερομηνία χρησίμευε σαν τόπος ταφής μόνο για τους κατοίκους του Θρονιού. Το Καινούριο έθαβε τους νεκρούς του δίπλα στο ναό που υπήρχε στο χωριό. Ο τότε όμως δάσκαλος Απόστολος Πικράτης κατόρθωσε να πείσει τους συμπατριώτες του να χρησιμοποιούν το νεκροταφείο του Αϊ-Γιάννη, από κοινού με τους Θρονιείς.
Ο πρώτος ναός του νεκροταφείου, αντικαταστάθηκε με νέο ευρύχωρο, μέσα στον οποίο τελούνται με άνεση οι θρησκευτικές τελετές και λειτουργίες.

Παράδοση συνδεδεμένη με το παρεκκλήσι του Αϊ-Γιάννη
Ηλικιωμένα άτομα του σημερινού Καινούριου αναφέρουν πως στα πολύ παλιά χρόνια, την ημέρα της πανήγυρης του Αϊ-Γιάννη, εμφανιζόταν ένα ελάφι, το οποίο έπιαναν κι αφού το έσφαζαν το μαγείρευαν με το τέλος της θείας λειτουργίας. Από το κρέας του έτρωγαν όλοι οι προσκυνητές, σε κοινό τραπέζι, το οποίο στρωνόταν στην αυλή της εκ­κλησιάς.

Αυτό γινόταν για χρόνια, έτσι που στο τέλος έγινε έθιμο. Μια χρονιά όμως, στο σκεύος που μαγειρευόταν το κρέας του ελαφιού, βρέθηκε χέρι ανθρώπου. Από τότε και το έθιμο σταμάτησε, αλλά και το ελάφι δεν ξαναεμφανίστηκε.

Η Αγία Αικατερίνη και η ίδρυση των εκκλησιαστικών κατασκηνώσεων
Το παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης βρίσκεται στην παραλία του Καινούριου και υπάρχει εκεί από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Το 1935 κτίσθηκε εκ νέου γιατί το παλιό κτίσμα είχε ερειπωθεί εντελώς.

Στις 13 Ιουνίου του 1961, ημέρα της πανήγυρης του παρεκκλησίου, ο τότε Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος Δαμασκηνός, ανακοίνωσε την ίδρυση εκκλη­σιαστικών κατασκηνώσεων, στην έκταση γύρω από το ναό. Μέσα σε πενήντα μέρες πυ­ρετώδους προετοιμασίας, είχαν στηθεί τα παραπήγματα, που θα χρησίμευαν ως κοινό­χρηστοι χώροι, για την υποδοχή των πρώτων κατασκηνωτών.

Στις 5 Αυγούστου του ίδιου έτους, εκατόν είκοσι μαθητές εγκαινίασαν τα προσωρινά κτίσματα, σε μια κατασκηνωτική περίοδο διάρκειας είκοσι ημερών. Τα παιδιά φιλοξενή­θηκαν σε σκηνές, ενώ τον επόμενο χρόνο (1962), είχαν κατασκευασθεί από μπετόν τα συ­γκροτήματα των μαγειρείων, των εστιατορίων, των γραφείων, των αποθηκών καθώς και το οίκημα για την εγκατάσταση γεννήτριας ηλεκτρικού ρεύματος. Τα κτίσματα των κοι­τώνων έγιναν δυο χρόνια αργότερα.

Από τότε και στο εξής οι κατασκηνώσεις λειτουργούσαν σε δυο περιόδους, 15-9 Αυγούστου η πρώτη και 10 Αυγούστου έως 5 Σεπτεμβρίου η δεύτερη, οργανωμένες πια από κάθε άποψη.

Το 1963, ο κ. Δαμασκηνός, κάλεσε τεχνίτες προκειμένου να ανακαινισθεί ο ναός της Αγίας Αικατερίνης. Πράγματι, ένα μήνα περίπου μετά, η ανακαίνιση είχε πραγματοποι­ηθεί και στον εξωτερικό και στον εσωτερικό χώρο της εκκλησίας.

Θρησκευτικές παραδόσεις για το ναό της Αγίας Αικατερίνης
Όταν ιδρύθηκε το Νέο Θρόνιο το παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης εγκαταλείφθηκε με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς και η γύρω απ’ αυτό περιοχή να μεταβληθεί σε μια αδιαπέραστη θαμνώδη έκταση. Οι κάτοικοι του οικισμού έχτισαν τον Άγιο Νικόλαο, στον οποίο και εκπλήρωναν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Η εικόνα της Αγίας μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου, από τον τότε δήμαρχο Θρονιού. Λαϊκές όμως παραδόσεις θέλουν την εικόνα να ξαναγυρίσει στη παλιά της θέση, χωρίς κάποιος να τη μεταφέρει. Αυτό έγινε τρεις φορές. Το 1890 μάλιστα, πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται, πως η Αγία είχε εμφανιστεί σε ψαρά της περιοχής, στον οποίο και είπε πως επιθυμεί η εικόνα της να μην αλλάξει πια θέση, να παραμείνει μόνιμα στο ναό της, έστω κι αν αυτός είναι ρημαγμένος και έρημος.

Φαίνεται όμως πως η επιθυμία της Αγίας Αικατερίνης δεν εισακούστηκε, γιατί κατά το έτος 1912, η Αγία εμφανίστηκε ξανά, αυτή τη φορά σε κάποιο μελισσοκόμο, για να του υπενθυμίσει πως δεν θέλει να φιλοξενείται η εικόνα της σε ‘ξένο χώρο’. Του είπε ακόμα πως θα ‘πρεπε εκείνος (ο μελισσοκόμος) να πάει να βρει το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Καινούριου και να πει στα μέλη του, πως η Αγία επιθυμεί να επιστρέψει, με τη συνοδεία ιερέα, στην παλιά της θέση. Έτσι κι έγινε. Η εικόνα μεταφέρθηκε στον παλιό ναό, ο οποίος επανακοδομήθηκε το 1961, γνωρίζοντας από τότε πραγματική φροντίδα και αίγλη.

Άγιος Τίτος
Ένας ερειπωμένος ναός
Πεντακόσια περίπου μέτρα από τη θάλασσα του Καινούριου, μέσα στην ασημένια πρα­σινάδα των λιόδεντρων που αλλάζουν χρώματα με τον αέρα, βρίσκεται ένα κομμάτι γης που χρησιμοποιείται κάθε χρονιά και για διαφορετική καλλιέργεια. Στο κέντρο του χω­ραφιού υπάρχει ένα ‘μπάλωμα’ από χορτάρια που μένει απείραχτο απ’ τα ανθρώπινα χέρια. Εκεί, σύμφωνα με το θρύλο, βρίσκεται ένα μεγάλο φίδι που φυλάει τα ερείπια του Άγιου Τίτου. Κάθεται πάνω στην Άγια Τράπεζα, πιστός φρουρός της παράδοσης, περι­μένοντας χρόνια την ανοικοδόμηση του αρχαίου ναού.

Όλοι οι ενοικιαστές του χωραφιού, όλοι οι κατά καιρούς ιδιοκτήτες του, δεν άγγιξαν τα ιερά θεμέλια που εξέχουν ελάχιστα από το έδαφος. Κι όταν κάποιος κάποτε τόλμησε να τα ξηλώσει με το άροτρο του, εγκατέλειψε γεμάτος τρόμο την προσπάθεια του, βλέπο­ντας το τεράστιο φίδι να ξεπετιέται μπροστά του.

Ο ναός, χτισμένος στον οικισμό του ‘Παλιοριμανίου’ ήταν αφιερωμένος, το πιο πιθανό στο συνεργάτη του Αποστόλου Παύλου, Τίτο, ο οποίος αργότερα έγινε και Επίσκοπος Κρήτης. Βέβαια υπάρχει και η άλλη εκδοχή, η οποία θέλει το ναό αφιερωμένο στον Όσιο Τίτο. Θεωρούμε πιο πιθανή την πρώτη, γιατί υπάρχουν πληροφορίες, πως ο ναός γιόρταζε στις 25 Αυγούστου, ημέρα που τιμάται ο Άγιος Τίτος, συνεργάτης του Α. Παύλου. Όπως όμως και να’ χει, οι κάτοικοι του αρχαίου οικισμού, θεωρούσαν τον παραπάνω άγιο προ­στάτη τους και τον τιμούσαν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Σήμερα γνωρίζουμε πως η έκταση μέσα στην οποία υπάρχει ο ναός του Αγίου Τίτου, έχει δοθεί για την κοπή οικοπέδων, προκειμένου να στηθεί νέος παραθαλάσσιος οικι­σμός. Ο εργολάβος που έχει αναλάβει την επιχείρηση, σεβόμενος τα ήθη και τις παραδό­σεις, πρότεινε να μην πειραχτούν τα θεμέλια του ναού, αλλά στη θέση τους να ‘πέσουν’ άλλα ώστε να χτιστεί παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Τίτο.

Ο Άγιος Νικόλαος
Λίγα μόνο μέτρα από τη θάλασσα, ακριβώς στη γωνία που ξεκινάει η παραλιακή οδός του Θρονιού, όταν ερχόμαστε από το Καινούριο, βρίσκεται το ξωκκλήσι του Αϊ-Νικόλα.
Χτισμένο το 1858, μετά την ανεύρεση της εικόνας του ομωνύμου Αγίου, προσφέρει θρη­σκευτικό καταφύγιο σε ντόπιους και παραθεριστές.
Εκτός των Ι. Ακολουθιών που τελούνται μέσα σ’ αυτό, την περίοδο του Πάσχα το ξωκ-κλήσι ακολουθεί το Μεγαλοβδομαδιάτικο πρόγραμμα των ‘μεγάλων’ ναών.
Ο Άγιος Νικόλαος προσφέρει αυτό που κάθε ευσεβής προσκυνητής επιθυμεί. Κατάνυξη, θρησκευτική θαλπωρή, αγιότητα.

Ο Άγιος Χαράλαμπος
Ξωκκλήσι που χτίστηκε στη δεκαετία του 1970 και βρίσκεται στη μέση ενός δευτερεύ­οντος δρόμου που οδηγεί από το Καινούριο στην παραλία του χωριού.
Χτισμένο ολόλευκο, θυμίζει τα νησιώτικα ξωκκλήσια που αγναντεύουν τη θάλασσα. Χωμένο μέσα στα περιβόλια με τις ελιές, λίγα μόλις μέτρα μακριά απ’ τη σκιά των πλα­τάνων που βρίσκονται στην υπαίθρια αυλή του, στέκει εκεί για να ξεκουράσει τον κου­ρασμένο διαβάτη, τον ψυχικά φορτισμένο άνθρωπο.

Η Αγία Παρασκευή
Χτισμένο το 1993 το ξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής τιμάται ιδιαίτερα απ τους ντό­πιους, με λειτουργίες και θρησκευτικές τελετές. Σύμφωνα με τις λαογραφικές παραδόσεις του τόπου, η Αγία έχει εμφανιστεί πολλές φορές ζητώντας να την τιμούν με νηστεία και να της ‘ανοίγουν’ το ναός της για να τη λειτουργούν.

 

Τοπωνυμία του Καινούριου
Θρύλοι και Λαϊκές αφηγήσεις

Ανάθεμα : Σ’ αυτή την τοποθεσία λέγεται ότι φιλονίκησαν, πετώντας πέτρες ο ένας στον άλλον, οι κάτοικοι του Καινούριου με τους κατοίκους του Αγ. Σεραφείμ.
Αιτία, τα σύνορα των δυο χωριών, μετά τη διάλυση του παραθαλάσσιου Θρονιού και τη συγκρότηση του νέου οικισμού κοντά στο σημερινό Καινούριο. Στη διαμάχη αυτή, οι ιερείς των δυο χωριών, έριχναν ‘αναθέματα’, ο ένας εναντίον του χωριού του άλλου. Από αυτό το περιστατικό η περιοχή ονομάστηκε «ανάθεμα».

Μύλος, Παλιόμυλος ή Κοκορέτσα : Σ’ αυτή την τοποθεσία υπήρχαν μέχρι τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, τα ερείπια παλιού μύλου.
Ο μύλος λειτουργούσε κανονικά κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όμως η περιοχή στην οποία ήταν χτισμένος, έμελλε να συνδεθεί με ένα άσχημο περιστατικό.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι αφήγηση ενός γέροντα Καινουριώτη. Το παραθέτουμε ατόφιο.

«Όταν έφυγαν οι Τούρκοι απ’ την Ελλάδα, ο μύλος άλεθε σιτάρι απ’ όλα τα χωριά. Ο μυλωνάς που τον είχε ήταν από την Ήπειρο. Μια μέρα έστειλε ειδοποίηση στον ταχυ­δρόμο να περάσει από τον μύλο που τον ήθελε. Ο ταχυδρόμος όμως δεν μπόρεσε να πάει τη μέρα παρά πήγε όταν είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
Σ’ ένα όμως ξαγνάντιο τον περίμεναν ληστές. Όρμησαν κατά πάνω του, του πήραν τα λεφτά και στο τέλος τον σκότωσαν. Ο μυλωνάς που άκουσε τη φασαρία βγήκε να δει τι τρέχει. Τότε οι ληστές, επειδή φο­βήθηκαν μη τους προδώσει, σκότωσαν και τον μυλωνά. Και ξέρεις με τι τρόπο; Του’ βαλαν στο κεφάλι ένα τσουβάλι από αλεύρι και τον έσκασαν. Λένε πως από τότε, όποιος περνάει νύχτα από κείνον τον τόπο, ακούει τις φωνές και τα βογκητά από τον μυλωνά και τον ταχυδρόμο. Τον μύλο δεν τον ξαναδούλεψε κανείς. Τον άφησαν κι έγινε χάλασμα. Κι όσοι θέλανε ν’ αλέσουν, φόρτωναν τα ζωντανά τους και πήγαιναν το σιτάρι τους στον Μώλο».

Ο Αράπης : Τοποθεσία που έχει πάρει το όνομα της από έναν αράπη που εμφανιζόταν εκεί τακτικά. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται κάποιοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν τι γύ­ρευε ένας αράπης περιπλανώμενος στην παραλία του Θρονιού.

Κούτσουρα : Περιοχή δασώδη (παλιότερα), από την οποία οι κάτοικοι του Καινούριου
έπαιρναν την ξυλεία, για τις χειμωνιάτικες ανάγκες τους, αφήνοντας πίσω τους κομμένα κούτσουρα. Η τοποθεσία αυτή, όπως και τα «Γραμμένα Πλατάνια» ήταν για τους ντόπιους ‘πηγή ξυ-λείας’.

Μύλος του Κονιαβίτη : Τόπος στον οποίο παλιότερα υπήρχε υδρόμυλος που ανήκε σε κάποιον Τσάλη. Το 1845 ανέλαβε τον μύλο νέος ιδιοκτήτης που ονομαζόταν Κονιαβίτης. Λέγεται πως ο Κονιαβίτης, εκτός από ιδιοκτήτης του μύλου, υπήρξε και ο ιδρυτής του πρώτου εκκοκκιστηρίου βάμβακος στη Λοκρίδα. Στην περιοχή υπήρχαν επίσης και χλωριονατριούχες ιαματικές πηγές που θεράπευαν ορισμένες ασθένειες. Την πρώτη Αυγούστου του 1958, τέθηκε στη διάθεση των λουσ­μένων, ένα πρόχειρο παράπηγμα, ώστε να μην είναι εκτεθειμένοι στη κοινή θέα.

Άλλα τοπωνύμια
(Αναφέρονται ονομαστικά)
Λούνες,  Τραγάνα,   Βαθύρεμα,  Βαλτάκια,   Σπηλιά Κασίδη,  Τσαϊλού, Μαργελόρεμα,  Παλιουργιάς,  Μάτια.

Αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας που έχουν βρεθεί ως σήμερα στη περιοχή του Θρονιού.
Στην περιοχή σιδηρόπορτο:
Πήλινα αγγεία και νομίσματα που εικονίζουν έφιππο άντρα ή δέντρα.

Στην Παραλία του Θρονιού :
Ιερά σκεύη (καντήλια, σταυροί, θυμιατήρια).
Στον ίδιο χώρο βρέθηκε και κυλινδρική πέτρα που πιστεύεται πως ήταν η Αγία Τράπεζα του ναού της Αγίας Σοφίας.
Λευκή επίσης πλάκα από μάρμαρα, βρέθηκε και στην περιοχή του Αγίου Τίτου.

Ερείπια έχουν βρεθεί στην περιοχή του Θρονιού, του Αγίου Τίτου, στην περιοχή του Παλιοριμανίου καθώς και στον Άγιο Νικόλαο.

Ένα ξεχωριστό εύρημα
Ξεχωριστό εύρημα αποτελεί Ιερό Ευαγγέλιο του 17ου αιώνα, με Βυζαντινή δίστηλη γραφή, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα στην Ιερή Μονή Μεταμορφώσεως Καμένων Βούρλων.
Το ιερό αυτό κειμήλιο το βρήκε το 1874 ο δάσκαλος Δημήτριος Διακόπουλος σε άσχημη κατάσταση, ο οποίος φρόντισε να το βιβλιοδέσει καλύτερα, ώστε να μη διαλυθεί τελείως. Στη συνέχεια το παρέδωσε για φύλαξε στη Μονή.

ΑΝΤΙ   ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Κάπου εδώ, το μικρό αυτό βιβλίο (πόνημα), που κρατάς στα χέρια σου, έφτασε στο τέλος του.
Μέσα από τις σελίδες του προσπάθησα να ‘σαλπάρω’ στο παρελθόν μιας αρχαίας πο­λιτείας, γεμάτη με φως, χρώματα και θάλασσα. Πολιτεία πέρα για πέρα Ελληνική, μιας και οι κάτοικοι της, ήταν οι πρώτοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή.

Επιφορτίστηκα να μεταφέρω, όσο πιο υπεύθυνα γίνεται, πληροφορίες που χάνονται στα χρόνια, ν’ ανακαλέσω στις μνήμες, όλα εκείνα που πέρασαν, αλλά που δεν θα πρέατει με κανέναν τρόπο, να ξεχαστούν ή να σβηστούν.

Το παρόν βιβλίο, ταπεινό βοήθημα μιας ταπεινής προσπάθειας, διακατέχεται από ευ­λαβική αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα.

Ευχή και επιθυμία μου, τα παρόν σύγγραμμα, να’ ναι πάνω απ’ όλα ψυχωφελές. Να μπορέσει να πετύχει, έστω και στο ελάχιστο, την εσωτερική αναδίπλωση που θα μας οδη­γήσει στο ζωογόνο παρελθόν της γενιάς μας.

Χαράλαμπος Κατσάρας
Δάσκαλος

«Πηγές» του Βιβλίου
α) Εγκυκλοπαίδειες
Πυρσός
Ήλιος
Υδρία
Ελλαδική Γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια Σταματελάτου

β) Άλλα βοηθήματα
Ομήρου Ιλιάδα – Οδύσσεια (σχολικό βιβλίο)
Καινή Διαθήκη
Γεωγραφία Στράβωνος
Λαογραφία – Άλλες πληροφορίες, Σ. Χριστόπουλου

γ) Μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων του Καινούριου
Θρύλοι και παραδόσεις του χωρίου
Φωτογραφικό υλικό


Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *